- ἐνεχυρασμός
- ἐνεχυρασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεχυρασμός — ἐνεχυρασμός, ο (Α) [ενεχυράζω] 1. λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση χρέους, ενεχυρασία 2. συνεκδ. το αντικείμενο που δίνεται για ενέχυρο … Dictionary of Greek
ἐνεχυρασμοῖς — ἐνεχυρασμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασμοί — ἐνεχυρασμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασμοῦ — ἐνεχυρασμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασμούς — ἐνεχυρασμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεχυρασμόν — ἐνεχυρασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԳՐԱՒ — (ի, աց կամ ից. եւ ու, ուց.) NBH 1 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. պ. գիրէվ, կիրէվ. ἑνέχυρον, ἑνεχυρασμός, ἑνεχυράσμα pignus, pigneratio Իրն տուեալ ʼի փոխառութենէ ցփոխատուն յապահովութիւն պարտուցն. տե՛ս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)